- διαπερνιέμαι
- διαπερνιέμαι, διαπεράστηκα, διαπερασμένος βλ. πίν. 69
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαφλύζω — και διαφλύω (Α) 1. ξεχειλίζω από υγεία 2. παθ. διαπερνιέμαι … Dictionary of Greek
διελαύνω — (AM διελαύνω) [ελαύνω] 1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι 2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα 3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος αρχ. 1. διατρυπώ με λόγχη 2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω β) εφορμώ, κάνω… … Dictionary of Greek